- καῖφος
- καιφος (corrected to [full] κεφος), =A sparrow, PLond.1821.162 (fort. κέπφος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καίφος — καῑφος, ὁ (Α) (πιθ. εσφ. γρφ. τού κέπφος*) σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέπφος] … Dictionary of Greek